- φακές
- леќа
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
φάκεψα — τὰ, Α βρασμένες φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός «έδεσμα από φακές» + ἔψω «βράζω, ψήνω»] … Dictionary of Greek
φακεψός — και φακηψός, ὁ, Α αυτός που βράζει φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός «έδεσμα από φακές» + εψός (< ἕψω «βράζω, ψήνω»), πρβλ. χυτρ εψός] … Dictionary of Greek
βρουχίδες — Οικογένεια κολεοπτέρων εντόμων. Οι β., που είναι γνωστοί με την κοινή ονομασία μαμούνια, επιφέρουν μεγάλες βλάβες στις καλλιέργειες, ιδιαίτερα των ψυχανθών (μπιζέλια, ρεβίθια, φασόλια, κουκιά, φακές) και των κτηνοτροφικών φυτών (τριφύλλι κ.ά.),… … Dictionary of Greek
Faki soupa — (Greek:φακή,φακές)is a Greek type of soup based on lentils. The preparation of the dish is quite simple, but the result is a very healthy and filling meal. Usual ingredients are onions, carrots, olive oil, parsley and sometimes tomato sauce or… … Wikipedia
δάφνη — (daphnae).Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των θυμελαϊδών. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει οκτώ είδη, από τα οποία τα πιο διαδεδομένα είναι η δ. η μεζέρεια, η δ. η κνέωρη και η δ. η δαφνοειδής.Η πρώτη συναντάται στα δάση της χώρας μας.… … Dictionary of Greek
κρομμυόφακον — κρομμυόφακον, τὸ (Α) φαγητό με κρεμμύδια και φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόμμυον + φακός (ο) «φακή»] … Dictionary of Greek
κόγχος — ο (AM κόγχος, ό, Α και κόγχος, ή) κοίλωμα τού σώματος, κόγχη («οφθαλμικός κόγχος») μσν. αρχ. κοχύλι αρχ. 1. μικρό μέτρο για υγρά 2. το κοίλωμα τής ασπίδας 3. μικρό αγγείο 4. πινάκιο ή δοχείο με μορφή κοχυλιού 5. πηχτός ζωμός από φακές. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
λινοφακός — λινοφακός, ὁ (Α) λίνο αναμεμιγμένο με φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + φακός «φακή», (πρβλ. δί φακος, ολό φακος)] … Dictionary of Greek
ολόφακος — ὁλόφακος, ὁ (ΑΜ) ολόκληρες φακές, δηλ. άκοπες, όχι θρυμματισμένες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ό) * + φακός «καρπός τής φακής»] … Dictionary of Greek
σακί — το / σακκίον, ΝΑ, και αττ. τ. σακίον Α [σάκ(κ)ος] (με υποκορ. σημ.) μικρός σάκος νεοελλ. 1. (χωρίς υποκοριστική σημ.) σάκος που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση, φύλαξη ή μεταφορά διάφορων χύμα αντικειμένων, τσουβάλι 2. (κατ επέκτ.) το… … Dictionary of Greek
φάκινος — ίνη, ον, Α (για φαγητό) παρασκευασμένος από φακές. [ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek